Tuesday, June 27, 2017

Παραδοτέο Β φάσης_Ιούνιος 2017

Η ερευνητική ομάδα κατέθεσε, σύμφωνα το χρονοδιάγραμμα, την έκθεση της β' φάσης του ερευνητικού προγράμματος στις 27 Ιουνίου 2017.
Το τεύχος της β' φάσης

Friday, June 23, 2017

Καρτέλα-μητρώο προσφυγικών οικισμών στη Νίκαια

Καρτέλα-μητρώο προσφυγικών οικισμών στη Νίκαια
(συντάκτριες: Άννα Λάμπρου - Αλεξάνδρα Μούργου)

Ταυτότητα προσφύγων
Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την πολυδιάστατη γεωγραφία της προσφυγιάς, θεωρούμε απαραίτητη την αναδρομή στην ταυτότητα των Μικρασιατών προσφύγων. Εξάλλου, όπως αναφέρει κι η Μάσσεϋ (1995), «η ταυτότητα ενός τόπου και της μοναδικότητά του είναι προϊόν συνδυασμού επάλληλων στρωμάτων λαών και πολιτισμών». Πριν εκδιωχθούν από την πατρίδα τους, το κοινωνικό περιβάλλον ήταν ποικίλο και πολυσχιδές. "Ο πυρήνας της στη Μικρά Ασία ήταν παραγωγικός και ο πληθυσμός της μεγάλος και πολυποίκιλος από γλωσσική, πολιτισμική και εθνολογική άποψη. Τις σπουδαιότερες μειονότητες αποτελούσαν οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι, οι Βούλγαροι, οι Λεβαντίνοι και οι Τσιγγάνοι, ενώ οι Έλληνες, που ήταν οι πολυπληθέστεροι, πρέπει να απαριθμούσαν 1,5 εκατομμύριο περίπου" (Χίρσον 2004 : 48). Κατά την επίσημη γεωγραφική ορολογία, η λέξη "Ανατολή" εμπεριέχει την Εγγύς, Μέση και Άπω Ανατολή. Ο όρος Ανατολία αναφέρεται στο εσωτερικό της Ασιατικής Τουρκίας, ο όρος Λεβάντε στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή την ανατολική πλευρά του Αιγαίου Πελάγους, την δυτική, νότια και βόρεια ακτή της Μικράς Ασίας, με τις πόλεις, τα λιμάνια, και τα εμπορικά τους κέντρα και γενικά ολόκληρη την παραλιακή ζώνη της Μικράς Ασίας. 
Με τον όρο Λεβάντε, υποδηλώνεται συνήθως ολόκληρος ο πολιτισμός που είχε αναπτυχθεί από τις μη μουσουλμανικές μειονότητες που κατοικούσαν σ' εκείνες τις περιοχές. χαρακτηριστικοί είναι οι όροι "Έλληνες της Μικράς Ασίας" σε αντίθεση με τους Έλληνες της Ευρωπαϊκής Ελλάδας. Οι όροι "από την Ανατολή", Ανατολίτης, Τούρκος ή Οθωμανός χρησιμοποιούνται αντίστοιχα για τους κατοίκους της Ανατολής, της Ανατολίας και της Τουρκίας. Υπήρξαν πάμπολλες εθνοτικές ομάδες στη Μικρά Ασία. Υπήρχαν Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι που μιλούσαν την τουρκική. Υπήρχαν, όπως ξέρουμε, δυτικοί καθολικοί Φράγκοι που χρησιμοποιούσαν ένα ιδίωμα περισσότερο ελληνικό παρά γαλλικό. Υπήρχαν ακόμη Τούρκοι που είχαν ασπαστεί το χριστιανισμό ή μιλούσαν ελληνικά, και άπειροι άλλοι παρόμοιοι συνδυασμοί (Γκιζελή 1984). Σε αντίθεση με τους Έλληνες της Παλαιάς Ελλάδας, οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν εκτέθηκαν ούτε στις αρνητικές συγκρίσεις με την κλασική αρχαιότητα (Κωστής 2015) ούτε στη διαμάχη για τη γνησιότητα της καταγωγής τους, που σημάδεψε την εικόνα των Ελλαδιτών για τους εαυτούς τους, την κοινωνία τους και τους υποτιθέμενους δεσμούς τους με το Βυζάντιο. Το σημείο αναφοράς τους ήταν η Κωνσταντινούπολη, όχι Αθήνα. 
Μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα και μέχρι το 1928, οι περισσότεροι πρόσφυγες είναι πεισμένοι ότι θα ξαναγυρίσουν στη γη τους και στις εστίες τους. […] από τη μεριά του, το κράτος δεν έχει λόγο να μην καλλιεργεί το μύθο του προσωρινού (Γκιζελή 1984). Ο όρος "πρόσφυγας" δηλώνει έναν ιδιαίτερο τρόπο μετανάστευσης, την αναγκαστική φυγή από την πατρική γη. […] Είναι φανερό ότι η διατήρηση του όρου "πρόσφυγας" έκλεινε σε μία μόνο λέξη μια αίσθηση ιδιαίτερης ταυτότητας, που αποτελούνταν από διάφορα στοιχεία, με δύο κύρια συστατικά: από τη μία μεριά, την περιθωριακή και μειονεκτική τους θέση μέσα στην ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια, που τους ωθούσε σ' έναν συγκεκριμένο πολιτικό αγώνα (από αυτή την άποψη ταυτότητα του "πρόσφυγα" πρόβαλε μέσα από αιτήματα αποζημίωσης, τα οποία τους έκαναν να λειτουργούν σαν οργανωμένη ομάδα με κοινά συμφέροντα) · από την άλλη η καλά ανεπτυγμένη σ' αυτούς αίσθηση ταυτότητας αντανακλούσε την παλιά τους θέση στην οθωμανική κοινωνία και τους ωθούσε να χαράζουν όρια σε σχέση με τις υπόλοιπες μειονότητες. Μολονότι η πλειοψηφία των αστών προσφύγων στους μεγάλους οικισμούς περιορίστηκε στις κατώτερες βαθμίδες της κοινωνικής και οικονομικής κλίμακας, εκείνοι προέβαλλαν τους ισχυρισμούς τους περί πολιτισμικής ανωτερότητας, επικαλούμενοι τις λεπτές συμπεριφορές: "Οι πόλεις στη Μικρά Ασία ήταν κοσμοπολίτικες και πολύβουες.[…] Στο πρώιμο αυτό στάδιο επαφής άρχισαν να διαμορφώνουν αρνητική γνώμη για τους γηγενείς Έλληνες (κάτι που εκείνοι ανταπέδιδαν με άλλα κριτήρια). Οι νεοφερμένοι θεωρούσαν τους ντόπιους στενόμυαλους, αμαθείς και άξεστους" (Χίρσον 2004: 54). 
Σύμφωνα με τη Χίρσον (2004), παρότι ανάμεσα σε αυτό το τμήμα του αστικού προσφυγικού πληθυσμού και τους ντόπιους δεν υπήρχαν πολλές εμφανείς διαφορές πέρα από τα ιστορικά βιώματα, η αλληλεπίδρασή τους δημιουργούσε όρια, κάτι που έχει αναγνωριστεί ως χαρακτηριστικό γνώρισμα των μειονοτικών ομάδων που σχετίζεται με μία υποκειμενική φύση των διαφόρων διακρίσεων. Η συλλογική μνήμη των προσφύγων είχε συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία και τη διατήρηση αυτού του διαχωρισμού, οικοδομώντας τον πάνω σε αναμνήσεις του οθωμανικού παρελθόντος. Η ενεργή χρήση των αναμνηστικών πράξεων εξασφάλιζε την συνεχή παρουσία του παρελθόντος μέσα στο παρόν (Χίρσον 2004:90), και έρεισμα για το χτίσιμο του μέλλοντος. "Το ‘εκεί’, αποτελεί σημαντικό μέρος της συνολικής αφήγησης, που επανέρχεται ως καθοριστική αναφορά, ανάμνηση, νοσταλγία, μέτρο σύγκρισης με το ‘εδώ’, τόπος που συνδέεται με αγαπημένα πρόσωπα και οικείες πρακτικές, αλλά και τόπος από τον οποίο επιδίωξαν να φύγουν» (Βαḯου κ.α. 2007:107).
Για τους ξεριζωμένους Μικρασιάτες, ο τόπος καταγωγής παρέμενε σημείο αναφοράς. Η ταύτιση με βάση την ιδιαίτερη πατρίδα χρησιμοποιούνταν ως μέσο προσανατολισμού και προσαρμογής, ώστε να δημιουργηθεί ένας οικείος γεωγραφικός τόπος μέσα στον άγνωστο χώρο. Οι διακρίσεις μεταξύ προσφύγων με βάση τον τόπο καταγωγής δεν έλειπαν, και τα τοπικά στερεότυπα της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούνταν στην καθημερινή γλώσσα πολλές δεκαετίες μετά την εγκατάσταση. Όπως αναφέρει η Χίρσον (2004:74) : "Οι κάτοικοι των παραλίων της Ιωνίας που αντιπροσώπευαν τους Σμυρνιούς θεωρούνταν κοινωνικοί κι γλεντζέδες, με προοδευτικές ιδέες, επιπόλαιοι, εριστικοί, κουτσομπόληδες και με χαλαρή ηθική (ιδίως οι γυναίκες). Οι περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί οι Σμυρνιοί ήταν ανοργάνωτες και θορυβώδεις. Οι άνθρωποι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας (οι "Τουρκομερίτες" ή "Ανατολίτες" ή "Καραμα(ν)λήδες θεωρούνταν σοβαροί, φιλήσυχοι και αφοσιωμένοι στις οικογένειές τους και τους αποκαλούσαν αργόστροφους, βραδυκίνητους, και "χοντρούς". Οι Πόντιοι που μιλούσαν την αρχαϊκή τους διάλεκτο είχαν ιδιαίτερη παράδοση στη μουσική, το τραγούδι και το χορό κι θεωρούνταν εργατικοί συντηρητικοί και περήφανοι και "εκ φύσεως" πεισματάρηδες. Οι Κωνσταντινουπολίτες θεωρούνταν καλύτεροι απ' όλους τους άλλους , άσχετα με την περιουσία τους ή τη θέση τους μέσα στην κοινότητα που τους προσέδιδε αυτοπεποίθηση ανεξάρτητα από τις τρέχουσες συνθήκες ζωής τους". 

Μετά την έλευση των προσφύγων (Στη “νέα πατρίδα”)
Οι προσφυγικές κι εργατικές γειτονιές: μια νέα φυσιογνωμία
Έχοντας επιλέξει να θεωρούμε την παραγωγή ταυτότητας στην πόλη ως αποτέλεσμα διαδικασιών αλληλεπίδρασης πολλαπλών ταυτοτήτων (Μάσσεϋ 1995), αναρωτιόμαστε ποια ήταν τα στοιχεία που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και την εξέλιξη των προσφυγικών γειτονιών μετά τη μετοίκιση των προσφύγων, τα οποία είναι στην πραγματικότητα μία συνάρτηση του χαρακτήρα των ίδιων των κατοίκων, δηλαδή όσων ήδη κατοικούσαν, και όσων ήρθαν πρόσφυγες μετά την μικρασιατική καταστροφή. Άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους, μπήκαν σε μια διαδικασία υποχρεωτικής συγκατοίκησης, με μόνα κοινά στοιχεία την γλώσσα (κι αυτή όχι σε καθολικό βαθμό μιας και υπήρχε ένα μικρό ποσοστό Μικρασιατών που δε μιλούσε καθόλου ελληνικά, αλλά τούρκικα), την χριστιανική θρησκεία, την κατ’ επίφαση «ελληνική εθνικότητα» και, τέλος, τις δύσκολες συνθήκες της φτώχειας και της ανέχειας. Οι δύο αυτοί διαφορετικοί κόσμοι, στα πλαίσια αυτής ακριβώς της συγκατοίκησης, έρχονται να δημιουργήσουν μία νέα ταυτότητα (Γκιζελή 1984 : 12).
Οι μηχανισμοί αλληλεγγύης επέτρεψαν στους πρόσφυγες να ενταχθούν σχετικά γρήγορα στην εκσυγχρονιστική διαδικασία αλλά κυρίως να γίνουν οι ίδιοι φορείς ενός ιδιόρρυθμου, πιο ανθρώπινου εκσυγχρονισμού (Αναγνωστοπούλου 2006). Στις προσφυγικές γειτονιές στις οποίες τα πρώτα χρόνια εγκαταστάθηκαν αποκλειστικά Μικρασιάτες πρόσφυγες, ύστερα από κάποια χρόνια, άρχισαν να εγκαθίστανται και εσωτερικοί μετανάστες. Eσωτερικοί μετανάστες από τα χωριά, Άνθρωποι που για λόγους καταστροφών (σεισμοί), πολιτικών διώξεων, οικονομικής ανέχειας κλπ, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να βρουν καταφύγιο στα μεγάλα αστικά κέντρα, εγκαταστάθηκαν, μερικοί τουλάχιστον από αυτούς, στους προσφυγικούς συνοικισμούς παίρνοντας τη θέση κάποιων Μικρασιατών που άλλαξαν τάξη, που ξέφυγαν από την προσφυγική "τάξη". Αυτοί οι άνθρωποι βιώνοντας έναν άλλου τύπου κατατρεγμό, έφταναν στα αστικά κέντρα σχεδόν εξαθλιωμένοι, κι ενσωματώνονταν στην "τάξη" των προσφύγων - "προσφυγοποιούνταν" και αυτοί. Αντί να βρεθούν στο περιθώριο των αστικών κέντρων, εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας ομάδας με ισχυρούς μηχανισμούς αλληλεγγύης, μέσα από τους οποίους εντάσσονταν με μεγαλύτερη ή λιγότερη δυσκολία στην εκσυγχρονιστική διαδικασία των αστικών κέντρων (Αναγνωστοπούλου 2006).
Η αλληλεπίδραση των προσφύγων με το γηγενή πληθυσμό σε αυτές τις γειτονιές, συνοδεύεται με την ανάδυση μιας κοινωνίας με σαφή αίσθηση ταυτότητας και διατυπωμένες αξίες. Η αναδιοργάνωση της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς συνδύασε την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό που κουβάλησαν οι πρόσφυγες από τον τόπο τους στο ήθος, στους τρόπους και στις σχέσεις. Ο εξοπλισμός αυτός χαρακτηρίζεται από έντονη κοινωνικότητα, εξωστρέφεια, εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, με μια προηγμένη κουλτούρα επιχειρηματικότητας και επινοητικότητας, με αναβαθμισμένη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή (Τσοκόπουλος 2002).
Σταδιακά οι κλειστοί προσφυγικοί συνοικισμοί έγιναν φορείς στο πλαίσιο των αστικών κέντρων μιας ανοιχτής, εξωστρεφούς καθημερινότητας. "Έγιναν φορείς μιας άλλης καθημερινής κουλτούρας που δεν ήταν η κουλτούρα της αστικής τάξης, δεν ήταν η αγροτική κουλτούρα, ήταν μια λαϊκή κουλτούρα των πόλεων. Η προσφυγική κουλτούρα δεν απέκτησε την εμβέλεια της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας χάρη στους πρόσφυγες, ή όχι μόνο χάρη στους πρόσφυγες. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί αποτέλεσαν περισσότερο τα φυτώρια για τη γονιμοποίηση αυτής της προσφυγικής κουλτούρας, σε ένα άλλο όμως πλαίσιο που ξεπερνούσε κατά πολύ το προσφυγικό" (Αναγνωστοπούλου 2006). […] Η κουλτούρα των προσφύγων δε θα αποκτούσε κανένα νόημα αν δεν είχε γονιμοποιηθεί κατεξοχήν σε ένα πλαίσιο έντονης πολιτικής, αριστερής κουλτούρας που αναπτυσσόταν στην ελληνική κοινωνία με επίκεντρο πολλές φορές τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Ο λαϊκός αυτός πολιτισμός καλλιεργούσε τις δικές του κοινότητες και κοινωνικά δίκτυα και τονιζόταν από την αυθαιρεσία στο χώρο της πόλης (Λεοντίδου 2002). Η ανάμειξη των Μικρασιατών με τους ντόπιους, παρά τα προβλήματα και τις τριβές που παρήγαγε, τις αντιπαραθέσεις και τους κραδασμούς που δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία, είχε σημαντικότατες συνέπειες στην εξέλιξη αυτής της κοινωνίας. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί προσφέρονταν ως η κατάλληλη βάση για την ανάπτυξη του αριστερού κινήματος. Μέσα από αυτή τη συνάντηση θεωρούμε ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα, ένας όχι ιδιαίτερα μικρασιατικός πολιτισμός, αλλά ένας λαϊκός πολιτισμός (Αναγνωστοπούλου 2006), κοντά στον οποίο θα βρούμε τους πυρήνες της εθνικής αντίστασης: εκεί όπου κατοικούσε το προλεταριάτο των πόλεων της σιωπής. (Λεοντίδου 2001). Όπως συζητήσαμε εκτενώς στα προηγούμενα δύο σεμινάρια, τα γεγονότα του μπλόκο στις 17 Αυγούστου του 1944, παραμένει άσβεστη μνήμη, μολονότι έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια.

Συγκρότηση Νίκαιας 
Η ιστορία της περιοχής της Νίκαιας, όπως και πολλών άλλων γειτονικών της περιοχών, συνδέεται με ιστορικές εξελίξεις που στιγμάτισαν τη φυσιογνωμία της νεότερης Ελλάδας. Οι διώξεις κατά των Αρμενίων, από το 1912 μέχρι το 1922, ανάγκασαν πολλά άτομα να έρθουν στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Οι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν σε συνοικίες γύρω το ήδη κτισμένο κέντρο του Πειραιά. Το οικιστικό τοπίο της Νίκαιας διαμορφώνεται σταδιακά από κρατικά συγκροτήματα προσφυγικών κατοικιών και από προσφυγικά καταλύματα που προήλθαν από διαδικασίες αυτοστέγασης. Οι συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1880, κινούνταν στα πλαίσια οριακής λιτότητας (Τούση 2013).
Η ανάγκη για κατοικία των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων εκτονώθηκε, κυρίως, μέσα από τη διαδικασία της αυθαίρετης δόμησης. Πολύ περισσότερο από τους ντόπιους, οι πρόσφυγες απολάμβαναν την ανοχή του κράτους στην αυθαίρετη δόμηση, την οποία και τελικά μαζικοποίησαν. Από τους πρόσφυγες ξεκίνησε η άτυπη αστικοποίηση υπό κρατική προστασία (Λεοντίδου 2002). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Μαντουβάλου και Μαυρίδου στο άρθρο τους «Αυθαίρετη δόμηση: Μονόδρομος σε αδιέξοδο;» (1993:77): «Η αυθαίρετη δόμηση στην Ελλάδα υποκατέστησε μια κρατική κοινωνική πολιτική κατοικίας. Πρόκειται δε, για ένα τύπο αντιμετώπισης της στέγασης των πλατειών λαϊκών στρωμάτων που διαφέρει και από τους δύο βασικούς τύπους που κάλυψαν το ζήτημα αυτό στο διεθνή χώρο: την οργανωμένη δόμηση, που αποτέλεσε τον άξονα της κοινωνικής πολιτικής κατοικίας στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, και τις αυτοκατασκευές μέσω των οποίων στεγάζονται οι αστικοποιούμενοι πληθυσμοί στις υπόλοιπες (περιφερειακές, τριτοκοσμικές ή όπως αλλιώς χαρακτηριστούν) χώρες».
Το 1940 αυτά τα λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν τα 3/4 του πληθυσμού της πρωτεύουσας, έλεγχαν περίπου το 1/3 της οικοδομημένης αστικής περιοχής , σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας. Και η Κοκκινιά το 1940, τη χρονιά που μετονομαζόταν σε Δήμο Νίκαιας, είχε αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην πρωτεύουσα και είχε γίνει η πέμπτη σε πληθυσμιακό μέγεθος πόλη της Ελλάδας με 60.000 κατοίκους. (Λεοντίδου 2002). «Η αντιπαροχή λειτουργεί σε όφελος και των λαϊκών στρωμάτων που στεγάστηκαν μέσω αυθαιρέτων [...] αυτός ο συνδυασμός εισήγαγε τα λαϊκά στρώματα και στη σφαίρα παραγωγής κατοικίας [...] και συνέβαλε στην κοινωνική τους ενσωμάτωση». Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στην εδραίωση αυτού του συστήματος οικοδόμησης και στην εκτεταμένη χρήση του στις λαϊκές συνοικίες, αποτέλεσε το στοιχείο της αυτοκατασκευής, μιας και «είναι γεγονός ότι οι εργάτες της οικοδομής μαθήτευσαν στο ‘σχολείο’ της αυθαίρετης δόμησης» (1993:87).
Η σημερινή Νίκαια εκτείνεται Νότια, από τον λόφο του Βώκου, ο οποίος ονομάζεται και μεγάλος Καραβάς, και την Παλιά Κοκκινιά του Πειραιά · Δυτικά μοιράζεται με το Κερατσίνι το Τουρκοβούνι ή Κοκκινόβραχο ή Σελεπίτσαρι · ανατολικά χωριζόταν από τους τότε λαχανόκηπους στου Ρέντη η λεωφόρος Θηβών και στη Βόρεια πλευρά της συνορεύει με τον Κορυδαλλό, αγγίζοντας τους πρόποδες του όρους Αιγάλεω. (Βεράνης). Σε αυτά τα γεωγραφικά όρια φαίνεται να μην υπήρχε προγενέστερη κατοίκηση κατά τη νεότερη ιστορία και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, εκτός από ένα ή δυο μετόχια της μονής του Αγ. Σπυρίδωνα ή των Αγ. Ασωμάτων φαίνεται να δραστηριοποιούνται, κατά μήκος της στράτας της Κούλουρης (σημερινή λεωφ. Π. Ράλλη). Την εποχή της δημιουργίας του μεγάλου βιομηχανικού Πειραιά, επισημαίνονται ασβεστοποιεία κοντά στον Καραβά, και σημεία από τη γύρω περιοχή χρησιμοποιούνται, και ως σκουπιδότοποι (συνέντευξη Γιώργου Βεράνη). Στις αρχές του 1923 το ΤΠΠ έκανε μια βιαστική τοπογραφική μελέτη κι η θεμέλια λίθος του προσφυγικού συνοικισμού μπαίνει στις 18 Ιουνίου του 1923. Δόθηκαν σκηνές ως προσωρινά καταλύματα. Τα πρώτα σπίτια κτίστηκαν σε πολύ μικρά οικόπεδα, μόλις 20 έως 25 τ.μ. 
Η εικόνα της πόλης που μόλις άρχισε να οικοδομείται ήταν παρόμοια με τα χωριά: καλύβες από μπαγδατί και λάσπες κατά μήκος ενός ρέματος που ήταν γεμάτη από λυγαριές. (Βεράνης) Στη συνέχεια, αναλαμβάνει η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων τον πολεοδομικό σχεδιασμό, με το στεγαστικό πρόγραμμα διαδοχικών φάσεων που υλοποιήθηκε τα επόμενα 5 χρόνια. ο υπουργός Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, Απόστολος Δοξιάδης, έχοντας υπόψιν τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος (ΦΕΚ 3Β, 16 Ιανουαρίου 1924), "περί παραχωρήσεως δημοσίων γηπέδων και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ιδιωτικών για την εγκατάσταση των προσφύγων (1923)", απαλλοτριώνει την κείμενη περιοχή. Η αρχική φάση στέγασης της ΕΑΠ (1924-1926) κάλυπτε περίπου χίλια στρέμματα και επεκτάθηκε (Ιπποδάμεια) προς βορά, σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου. Η έκταση αυτή χωρίστηκε -νοητά- σε δυο περιοχές γνωστές με τα ονόματα Αι-Νικόλας και Οσία Ξένη, από τις εκκλησίες που κτίστηκαν σε αυτές. 

Καθημερινότητα στη γειτονιά
Η γειτονιά, από την οπτική της «χωρο-κοινωνικής κλίμακας» (Βαḯου κ.α. 2007:175), προσεγγίζεται όχι «ως μια οριοθετημένη περιοχή», αλλά ως «ένα σημείο συνάρθρωσης σε πλέγματα κοινωνικών σχέσεων και επαφών» (Μάσσεϋ 1995:61). «Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της γειτονιάς, συνέδεσαν τη γειτονιά ως τμήμα πόλης με την έννοια της ‘κοινότητας’, όπου έχουν σημασία όχι μόνο τα γεωγραφικά όρια του χώρου, αλλά και, κυρίως, τα κοινωνικά δίκτυα, η συγκινησιακή και συμβολική σημασία για τους κατοίκους, η συγκρότηση ταυτότητας συναρτημένης με τον τόπο [...]. Από την οπτική αυτή, η γειτονιά συγκροτείται ως χωρική ενότητα μικρής κλίμακας, που υπάρχει χάρη στις προσωπικές επαφές και τις αναφορές σε ένα (κοινό) παρελθόν" (Βαḯου κ.α. 2007:12). Η αντίληψη γειτονιάς-κοινότητας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό "στα τοπικά συγγενικά και έμφυλα δίκτυα γειτόνων, όπου η σταθερότητα και η διάρκεια των δεσμών εξασφαλίζονταν από τις σχέσεις αλληλοβοήθειας μεταξύ γυναικών (κυρίως μητέρας-κόρης)» (Βαḯου κ.α. 2007:12). 
Σε αντίθεση προς τον οργανωμένο χαρακτήρα των αγροτικών προσφυγικών εγκαταστάσεων στη Βόρεια Ελλάδα, ο εποικισμός στον Πειραιά έγινε χωρίς να ληφθεί υπόψη ο τόπος καταγωγής. Σε ολόκληρη την Κοκκινιά, η σχετική ιεράρχηση των περιοχών αντανακλούσε τις κοινωνικές διακρίσεις που βασίζονταν στην ιδιαίτερη καταγωγή, το "χαρακτήρα" και το "ήθος", παρά τις ταξικές διαφορές. (Χίρσον 2004). Συγκεκριμένα για το παράδειγμα της Νίκαιας αναφορικά με όσα είπαμε προηγουμένως, τα Γερμανικά με τους πολλούς Σμυρνιούς θεωρούνταν περιοχή θορυβώδης, με πολλούς καβγάδες, περιοχή Οσίας Ξένης: ήσυχη και νοικοκυρεμένη γειτονιά προέλευση κατοίκων κυρίως από Πόντο και κεντρική Μικρά Ασία., στον Άη Νικόλα, διέμεναν "οι αριστοκράτες της Κοκκινιάς", οι Κωνσταντινουπολίτες. Φαίνεται πως αυτή η τάση υποδηλώνει πως οι πρόσφυγες, στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν τους "χώρους" σε "τόπους" χρησιμοποίησαν χαρτογράφηση της περιοχής ως μέσο προσανατολισμού, αποδίδοντας συγκεκριμένες ιδιότητες σε τμήματα του νέου οικισμού προβάλλοντας ένα οικείο γι' αυτούς τοπίο πάνω στον άγνωστο χώρο και δημιουργώντας μια τοπογραφία της κοινωνίας τους στον οικισμό. Η μνήμη αποτελούσε τον αποφασιστικό παράγοντα, για τη χαρτογράφηση του παρόντος με βάση την τοπογραφία του παρελθόντος. "Η επιβίωση τοπικών χαρακτηριστικών και πολιτισμικών αντιλήψεων αναδεικνύεται σε σημαντική κοινωνιολογική παράμετρο" (Χίρσον 2004). 
Η έντονη ζωντάνια ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά και χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Κοκκινιάς και άλλων παλιών προσφυγικών συνοικισμών τη πόλης. Στην πατρίδα των προσφύγων, πριν από το διωγμό, η ζωή της γειτονιάς ήταν πολύ ανεπτυγμένη και μάλιστα με χαρακτηριστικό τρόπο. Κατά κύριο λόγο, οι διάφορες εθνοτικές ομάδες κατοικούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες της ίδιας πόλης - καθεμία είχε, όπως έλεγαν, το δικό της συνοικισμό, το δικό της μαχαλά. "Οι ηλικιωμένοι έφερναν συχνά στη μνήμη τους τις σχέσεις γειτονιάς που υπήρχαν σε κάθε μαχαλά, καθώς και ανάμεσα στους διάφορους μαχαλάδες της πόλης. Οι αναμνήσεις αυτές μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, έπαιξαν σίγουρα ρόλο στην εκ νέου θέσπιση κοινωνικών σχημάτων ανταλλαγής, τα οποία προσέδωσαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη ζωή των προσφυγικών συνοικισμών, καθώς βασίζονταν στην αναγνώριση της αμοιβαιότητας, της αλληλεξάρτησης και της ανάγκης για συνεργασία". (Χίρσον 2004: 304)
Όπως περιγράφει πολύ γλαφυρά ο Τσοκόπουλος (2002) "Η μορφολογία της καθημερινής ζωής συνοψίζεται στις δύο αντίθετες όψεις της μέρας και της νύχτας. Η μέρα είναι αφιερωμένη στη δουλειά. Με το σούρουπο η όψη αλλάζει. Η Κοκκινιά γίνεται η «θορυβώδης προσφυγούπολις που ξέρει να ζήσει τη νύκτα», σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Ακροπόλεως το 1934. Γράφει ο Χρ. Λεβάντας σ' αυτό το τελευταίο: «Από τη στιγμή που θ' ανάψουν τα πρώτα φώτα η Νέα Κοκκινιά παίρνει μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα». Σύμφωνα με όλες τις πηγές, η νυχτερινή ζωή στη Κοκκινιά είναι η πιο πλούσια απ' όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς . Θέατρα, κινηματογράφοι, χοροδιδασκαλεία, Καραγκιόζης, λούνα παρκ και άλλα υπαίθρια θεάματα, που κατακλύζονται από θαμώνες".
Η αυξημένη κοινωνικότητα και εξωστρέφεια της κοκκινιώτικης καθημερινότητας εκφράζεται κυρίως με τις παρακάτω μορφές:

Η γειτονιά και το σπίτι
Σύμφωνα με τη Λεοντίδου (2002) στις ελληνικές λαϊκές συνοικίες το σπίτι αντιμετωπιζόταν ως αξία χρήσης κι όχι ως ανταλλακτική αξία. Στην περίπτωση των γειτονιών της Νίκαιας, η βάση της γειτονιάς ήταν καταρχήν εδαφική και περιλάμβανε όλους όσους ζούσαν κοντά, είτε υπήρχαν σχέσεις μεταξύ τους είτε όχι. […] "Από μόνο του, όμως, το κριτήριο της γεωγραφικής εγγύτητας, αν και αναγκαίο, ήταν ανεπαρκές, γιατί η γειτονιά δεν περιλάμβανε ποτέ ένα ολόκληρο τετράγωνο: οικογένειες που ζούσαν "πλάτη με πλάτη" δεν ήταν γείτονες. Συνεπώς το πιο καθοριστικό γνώρισμα ήταν η οπτική επαφή, δηλαδή κατά πόσο βλέπονταν σε καθημερινή βάση. Η γειτονιά δεν είχε συγκεκριμένο σχήμα ή έκταση. Τα όριά της εξαρτιόνταν από τυχαίους παράγοντες όπως η θέση του σπιτιού και η γειτνίαση με συγγενείς ή κουμπάρους, αλλά και από ατομικούς, όπως η προσωπικότητα, η κοινωνικότητα και η ηλικία του κάθε ατόμου. Η γειτονιά οριζόταν σε σχέση με ένα σπίτι ή οικόπεδο και ήταν ίδια για όσους συγκατοικούσαν σε αυτό, αλλά συγχρόνως αποτελούσε και μια υποκειμενική νοητική κατασκευή που εξαρτιόνταν από ατομικούς παράγοντες". (Χίρσον 2004:305) 
Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη μικρών αυτοσχέδιων χώρων - "όπως μια αναπάντεχη διαπλάτυνση του πεζοδρομίου ή μια οργάνωση της γωνιάς του δρόμου με τον υπαίθριο εξοπλισμό κάποιου καφενείου". (Γκιζελή 1984:119) Το πεζοδρόμιο συχνά γινόταν μια προέκταση του σπιτιού, πλήρως εκτεθειμένη σε δημόσια θέα: "η κοινότητα και η οικογένεια αναμειγνυόταν. Δε θα μπορούσε κανείς να διακρίνει αν το κατώφλι του σπιτιού και η παρέα των φίλων αποτελούν μέρος του σπιτιού και της δικής τους ζωής ή κομμάτι της ζωής της γειτονιάς - φαινόμενο αυθόρμητης και παροδικής οικειοποίησης του δημόσιου χώρου" (Χίρσον 2004:141). […] Η μονοτονία των σπιτιών, που συνήθως χτίζονταν σε σειρές, διακοπτόταν από τις πρωτοβουλίες των οικιστών (Λεοντίδου 2002). Στη συντήρηση της όψης του σπιτιού αφιέρωναν πολύ χρόνο και ενέργεια, ιδίως οι γυναίκες, των οποίων η φήμη εξαρτιόταν από την ικανότητά τους στη διαχείριση του σπιτιού. Τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο έβαφαν τους τοίχους κι τα παντζούρια, πριν από τις μεγάλες γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων, ενώ οι πιο επιμελείς νοικοκυρές ασβέστωναν κάθε λίγες βδομάδες τα σκαλιά, τις γλάστρες, ακόμα και τους φανοστάτες και τις άκρες των πεζοδρομίων (Χίρσον 2004:141).
Όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2002), εντύπωση προκάλεσε στους ερευνητές της δεκαετίας του 1970 η επιμονή των γυναικών στα Γερμανικά της Νίκαιας να διατηρούν έναν ιδιωτικό χώρο κουζίνας, ανεξάρτητα από το πόσο μικρός μπορεί να ήταν αυτός. Οι αρχιτέκτονες συνήθιζαν να δίνουν κοινόχρηστες κουζίνες σε φτωχογειτονιές αλλού στον κόσμο, ενώ οι Ελληνίδες επέμεναν να μην τις μοιράζονται, ούτε καν με συγγενείς. Η στενότητα χώρου στα μικρά προσφυγικά σπίτια διαμόρφωνε δωμάτια πολλαπλών χρήσεων κι ανάγκαζε την οικογένεια να περνά το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου της στον υπαίθριο χώρο, ιδιαίτερα στις αυλές, που συχνά χρησίμευαν και ως κουζίνες κι εργαστήρια, και στα κατώφλια. Οι γυναίκες οικειοποιούνταν την προέκταση της κατοικίας τους: το κατώφλι , το πεζοδρόμιο , τους κοινόχρηστους χώρους της γειτονιάς. Οι άντρες συγκεντρώνονταν στα καφενεία, όπου ο κοινωνικός αποκλεισμός των γυναικών ήταν απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος. Στην πόλη οι γυναίκες δεν κυκλοφορούσαν, (εκτός αν ήταν "Κακόφημες")".
Στα σπίτια χαρακτηριστική είναι η αρμονική διαδοχή των υπαίθριων τμημάτων και των τμημάτων που αποτελούσαν το δομημένο σώμα του κτιρίου: αίθρια, αυλές, υπαίθριοι σκεπασμένοι διάδρομοι, μισοϋπαίθρια, μισοεσωτερικά της κατασκευής, που συνθέτουν ένα από τα πιο πλούσια κεφάλαια της ελληνικής λαϊκής ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Παρατηρούμε, λοιπόν ότι αναπτύσσονται χώροι ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό, που διασφαλίζουν μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής των ατόμων την αρμονική εναλλαγή του ιδιωτικού με το κοινοτικό. Το κέντρο αυτών των "ενδιάμεσων περιοχών είναι η αυλή - εξέλιξη του αρχαίου αίθριου - τοποθετημένη στο κέντρο του κτιρίου ή στην άκρη του, ανοικτή προς το δρόμο". (Γκιζελή 1984:118) 
Σύμφωνα με τη Λεοντίδου (2002) διακρίνουμε ότι υπήρχαν πέντε τύποι κατοικιών στη Νίκαια: 
  • Διώροφα συγκροτήματα πολλών οικημάτων που δημιουργούσαν τετράγωνα γύρω από ένα αίθριο για κοινόχρηστους χώρους. Αυτές είναι και οι αρχιτεκτονικές μορφές που διαφοροποιούν τη Νίκαια από άλλους προσφυγικούς οικισμούς. Οι μακρόστενες διώροφες κατοικίες με κλιμακοστάσια απέξω και γύρω από ένα αίθριο από μέσα, με τα λουλούδια , τα πλυντήρια και τα πηγάδια να ποικίλλουν την αστική μονοτονία, είναι πρωτότυπες κι ανύπαρκτες αλλού στην πρωτεύουσα. 
  • Διώροφες κατοικίες που στέγαζαν δύο οικογένειες η καθεμιά. 
  • Ισόγεια οικήματα μ' ένα δωμάτιο και κουζίνα, ένα υποτυπώδες σπίτι 32 τ.μ. για κάθε οικογένεια με κοινόχρηστους χώρους υγιεινής. 
  • Οι γερμανικές παράγκες , ένας τύπος λυομένων που έστειλαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση για τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και στήθηκαν στα βόρεια του οικισμού. 
  • Ευτελείς πρόχειρες κατασκευές από αυτοστέγαση σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε ή αγοράστηκε και από το κράτος. 

Ο βιοπορισμός
Στην Κοκκινιά γεννιούνται εργοστάσια με στοιχειώδεις εγκαταστάσεις που αναπτύχθηκαν γρήγορα συγκροτώντας έναν ανθηρό κλάδο της πειραϊκής βιομηχανίας. «Η συγκεκριμένη κατανομή του εργατικού πληθυσμού στις πειραϊκές γειτονιές της δεκαετίας του 1930 συσχετιζόταν με τις τοπικές αγορές εργασίας που κάλυπταν τις ανάγκες της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και με την εσωτερική ιεράρχηση των τοπικών αγορών εργασίας (γηγενείς- πρόσφυγες, ανδρική-γυναικεία εργατική δύναμη, ‘ειδικευμένη-ανειδίκευτη’ εργασία» (Παπαστεφανάκη 2004). Το 1926 δέκα εργοστάσια στην Κοκκινιά απασχολούσαν 800 εργάτες - γυναίκες κατά κύριο λόγο. Πολλές άλλες, χήρες και ορφανές, συμπλήρωναν τα εισοδήματά τους με οικιακή εργασία με το κομμάτι. Το 1934 υπήρχαν στο βόρειο τμήμα του Πειραιά 30 εργοστάσια ταπητουργίας, τα 15 από τα οποία στην Κοκκινιά (Τσοκόπουλος 2002).
Στα ζητήματα απασχόλησης θα βρούμε την αποκρυστάλλωση μιας ευρύτατης άτυπης οικονομίας στην Κοκκινιά, στον Πειραιά, στην Αθήνα, στις πόλεις της Ελλάδας ολόκληρης, που ξεκίνησε με κρατική πρωτοβουλία. Ο άτυπα εργαζόμενος είναι αυτοαπασχολούμενος, συνήθως με το κομμάτι , πλανώδιος ή μικροπωλητής σε περίπτερα πρόχειρα. Μιλάμε για την ευελιξία αυτών των μορφών εργασίας από άποψη ρυθμού δουλειάς κι ωραρίου, αμοιβών, εξασφάλισης, αλλά και παραγόμενου προϊόντος. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι η ανάπτυξη της οικοτεχνίας στην Καισαριανή και στη Νίκαια. Συγκεκριμένα στη Νίκαια, στα δυτικά της συνοικίας Μανιάτικα, πρόσφυγες δίπλα σε Πελοποννήσιους μετανάστες ανέπτυξαν την άτυπη κατ' οίκον εργασία μέχρι και τις μέρες μας. Στην Κοκκινιά η άτυπη οικονομία συνυπήρξε με τη δουλειά στο εργοστάσιο, που οδηγούσε τους εργάτες σε συνειδητοποίηση , διεκδικητικά κινήματα, συνδικαλισμό. Όμως και οι πληθυσμοί που δούλευαν άτυπα δεν έμειναν απαθείς και συντηρητικοί (Λεοντίδου 2002). 

Η διασκέδαση και το τραγούδι 
Η Κοκκινιά γεμίζει από τα πρώτα χρόνια με πλήθος ταβέρνες, μπαρ όπου ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός κάθε ηλικίας διασκεδάζει τα βράδια. Το τραγούδι, από τραγουδιστές ή αυτοσχέδιο, οι ανατολίτικοι αμανέδες, τα σμυρναίικα και τα ρεμπέτικα τραγούδια γεμίζουν τον αέρα της πόλης. «Όλα αυτά μετά τις 8 μ.μ. είναι γεμάτα κόσμο), αναφέρει το ρεπορτάζ της Ελληνικής το 1926. «Οι ταράτσες των ζυθοπωλείων είναι πρόχειρα ντάνσινγ κ.α. Τα ζεύγη χορεύουν εκεί από τη δύση του ηλίου μέχρι πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Η μπύρα τρέχει, ο χορός μεταβάλλεται σε τρέλα, τα όργανα βουίζουν, τα γκαρσόν ια -κυρίως γυναίκες- δεν αδειάζουν να δέχονται παραγγελίες [...]. Τις Κυριακές μάλιστα βρίσκεται μέσα σε ένα ατέλειωτο πανηγύρι». Η εξωστρέφεια αυτή, ο πολιτισμός της διασκέδασης, της χαράς της ζωής δεν περιορίζεται όμως μόνο στα βραδινά κέντρα διασκέδασης. Οι πρόσφυγες που φεύγουν για εποχικές δουλειές έξω από την πόλη τους (φύτεμα καπνού, μάζεμα ελιάς) κουβαλάνε μαζί τους τα μαντολίνα και τραγουδάνε στο διάλειμμα της εργασίας τους. Μετατρέπουν σε τραγούδι όλα τα βιώματα της ζωής τους. (Τσοκόπουλος 2002). Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή που διατύπωσε ο Μάρκος Βαμβακάρης, σύμφωνα με τα λεγόμενα του οποίου «αυτοί οι άνθρωποι ήταν μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος, αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει» (Βέλλου-Κάιλ, 1978, 10).
Ο βίαιος κοινωνικός και πολεοδομικός μετασχηματισμός, αποτυπώνεται σε όλες τις πτυχές της συλλογικής ζωής άρα και της μουσικής δημιουργίας. Η λαϊκή αστική μουσική, αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι της ζωής στις εργατικές και προσφυγικές γειτονιές. Ανθίζει το ρεμπέτικο τραγούδι το οποίο έμελλε να καθορίσει τη μεταγενέστερη λαϊκή μουσική, παρά τις κατασταλτικές πρακτικές που το πλήττουν από τις απαρχές του. Ως μουσικό είδος, αναδύεται μέσα από ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στις γειτονιές στις οποίες άνθισε. Αποτελεί αποτέλεσμα των κοινωνικών μετασχηματισμών που προκάλεσαν η έντονη αστικοποίηση σε συνδυασμό με τη μικρασιατική καταστροφή και τη διαδικασία πολιτισμικής ομογενοποίησης. Η "Πειραιώτικη" περίοδος του ρεμπέτικου, διαδέχεται τη "Σμυρνέικη", κι αφηγείται στα ίδια τα τραγούδια τη νέα πραγματικότητα. Κατά τον Σ. Δαμιανάκο (2001: 2), το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί έναν τρόπο πολιτισμικής έκφρασης που μαρτυρά την ύπαρξη "εστιών παραγωγής συλλογικών κι αυθεντικά λαϊκών καλλιτεχνικών δημιουργημάτων στο αστικό περιβάλλον που φέρνουν στην επιφάνεια καινούργιες μορφές πολιτισμικής έκφρασης, πρωτότυπες και πηγαίες, που αντιστοιχούν σε σαφώς καθορισμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες μετά τις μεγάλες κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις που προκαλεί η εισβολή των καπιταλιστικών σχέσεων στην παραδοσιακή κοινωνία, δε βρίσκουν πια θέση στο κρατούν σύστημα και απορρίχνονται στο περιθώριο της αστικής οικονομικής τάξης και κουλτούρας." Σταδιακά, διαδίδεται σε άλλες εργατικές και προσφυγικές γειτονιές αποτελώντας τον πιο προσφιλή τρόπο διασκέδασης και έκφρασης πολύ πριν γίνει αποδεκτό από την αστική τάξη.

Η παραπάνω διαδικασία, χαράζει πάνω στον πολεοδομικό ιστό μία νέα πραγματικότητα με ιδιαίτερες πολιτισμικές διαστάσεις, ταυτόχρονα με τη συγκρότηση ενός κοινωνικού στρώματος με σαφή ταξική ταυτότητα. Εξάλλου, η πολιτισμική διαφοροποίηση των διαφόρων οικιστικών ζωνών, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της πόλης. Η φυσιογνωμία αυτή, κάθε άλλο παρά μονοδιάστατη δεν είναι: πρόκειται για το δυναμικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συνάντηση ενός αστερισμού ταυτοτήτων και σχέσεων σε έναν δεδομένο χώρο, όπου η τοπική ιδιαιτερότητα δεν αναπαράγεται ως αποτέλεσμα ενός μακραίωνου παρελθόντος αυστηρά τοπικού χαρακτήρα, αλλά ανακύπτει μέσα από την θεώρηση αυτού του τόπου, και τους άλλους τόπους που συνδέονται με αυτόν (Massey, 1995:61). Εν κατακλείδι, το προσφυγικό στοιχείο έφερε «δυνάμει» μέσα του τη μελλοντική και κοινωνική διαστρωμάτωση και αναδιαρθρώθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση της παλαιάς οικονομικής και κοινωνικής δομής και εν τέλει εντάχθηκε «κατά τάξεις» στους κόλπους των ομολόγων κοινωνικών τάξεων της ελληνικής κοινωνίας. Το αναμφισβήτητα βίαιο συμβάν της Μικρασιατικής καταστροφής και ο βίαιος πολεοδομικός μετασχηματισμός, έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στην αναδιοργάνωση της ζωής γεννώντας μια νέα προοπτική...


Βιβλιογραφικές και αρχειακές πηγές
Αναγνωστοπούλου Σ., 2006, "Κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις από την εγκατάσταση προσφύγων", Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών - πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, (Σειρά μελετών), Αθήνα: Κριτική 
Βαḯου Ντ. (κ.α.), 2007, Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές 
μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας, Αθήνα: L-Press. 
Βέλλου – Κάιλ Α., Βαμβακάρης Μάρκος, 1978, Αυτοβιογραφία, Αθήνα, Παπαζήσης, 
Γκιζελή Βίκα, 1984, Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930, Αθήνα: Επικαιρότητα 
Δαμιανάκος, Σ., 2001, (α' έκδοση 1976), Kοινωνιολογία του Pεμπέτικου, Eρμείας, Aθήνα), Αθήνα: Πλέθρον
Κρεμμυδάς, Β., et al, 11 & 12 Απριλίου 1997, Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα - οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Επιστημονικό Συμπόσιο, Αθήνα : Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη)
Κυραμαργιού Ε., «Δραπετσώνα, οικιστική συγκρότηση και κοινωνικοί μετασχηματισμοί σε ένα εργατικό προάστιο, 1922-1927», Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2015 
Κωστής Κ., 2015 Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, Αθήνα: Πόλις 
Λεοντίδου, Λ., 2001 (1989), Πόλεις της Σιωπής, εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940, Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ 
Μιχελή Λ., 1993, Πειραιάς - Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής, Αθήνα: Γαλάτεια 
Μούργου Α., Παναγοπούλου Κ., Σμυρνή Α., 2012, «Δραπετσώνα: η συγκρότηση μιας προσφυγικής-εργατικής γειτονιάς», Διπλωματική Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ 
Πολύζος Ι., 1978, Processus d' urbanisation en Grèce, 1920-1940. Formation et organisation de l'espace urbain 
Hirschon Renne, 2004, Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
Lefebvre H., 1991, Critique of Everyday Life, London, New Υork: Verso
Mαντουβάλου M., Mαυρίδου M., 1993, «Αυθαίρετη Δόμηση: Mονόδρομος σε αδιέξοδο;», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, 7, σελ. 77-108, Αθήνα 
Μάσσεϋ Ντ., 1995 (1991), «Η Παγκοσμιότητα του Τοπικού», μτφ. Γ. 
Παρασκευόπουλος, Η Νέα Οικολογία, τευχ.134, σελ. 56-61. 
Μάσσεϋ Ντ., 2008 (2005), Για το Χώρο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 
Παπαστεφανάκη Λ., 2009, Εργασία, Τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία, Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά (1870-1940), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. 
Προύσαλη Ε. (κ.α.), 2002, Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, Λεύκωμα μνήμης 1922-2002: 80 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, Δήμος Νίκαιας, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη. λης μέσα απμος Νίκαιας, Αθήνα: Ε 
Τζαχρήστα Μ., 2013, "Οι χώροι του ρεμπέτικου", Διπλωματική Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ 
Τούση Ε., "Χωροκοινωνικοί συσχετισμοί - μετασχηματισμοί στη Νίκαια: Από την προσφυγική εγκατάσταση στη σημερινή εικόνα", Γεωγραφίες, Τεύχος 21, Άνοιξη 2013, Αθήνα: Εξάντας 
Αρχείο Γ. Βεράνη 
Αρχείο Σαρηγιάννη 
Αρχείο Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ 
Εφημερίδα Η Καθημερινή, ένθετο 7ημέρες 
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων 
National Geographic 
www.taxydromos.gr 
http://www.ehw.gr/asiaminor 

Καρτέλα-μητρώο προσφυγικών οικισμών στη Δραπετσώνα

Καρτέλα-μητρώο προσφυγικών οικισμών στη Δραπετσώνα
(συντάκτρια: Ελένη Κυραμαργιού)


Η Δραπετσώνα των αρχών του 20ού αιώνα θύμιζε τα βιομηχανικά προάστια των πόλεων της δυτικής Ευρώπης των αρχών του 19ου αιώνα. Οι άθλιες εργατικές πολυκατοικίες με τα μικροσκοπικά διαμερίσματα των αγγλικών βιομηχανικών πόλεων, στην περίπτωση Δραπετσώνας ήταν αυθαίρετα αυτοσχέδια παραπήγματα. Άνθρωποι και εργοστάσια συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο. Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, με σύγχρονα μηχανήματα, και εργάτες με τις οικογένειες που ζούσαν σε παραπήγματα και πρόχειρες κατασκευές πλάι στον τόπο εργασίας τους. Η τεχνολογική ανάπτυξη και οι άθλιες συνθήκες ζωής και κατοικίας άρχισαν να εμφανίζονται ταυτόχρονα στο δυτικό άκρο της πόλης του Πειραιά. Η μετατροπή του ακατοίκητου χώρου της Ηετιώνειας ακτής σε κέντρο της βαριάς βιομηχανίας της πόλης του Πειραιά συνοδεύτηκε από τη σταδιακή ανάπτυξη της περιοχής σε ζώνη κατοικίας. Η μετατροπή αυτή δεν βασίστηκε σε οργανωμένο σχέδιο, αλλά πραγματοποιήθηκε άναρχα και παράνομα. Πλάι στα πορνεία των Βούρλων και τους τεκέδες, άρχισαν να ξεπηδούν αυτοσχέδια σπίτια και οικογένειες εργατών να εγκαθίστανται στην περιοχή. Μοναδική οργανωμένη προσπάθεια εγκατάστασης αποτελούσε ο συνοικισμός των Λιπασμάτων. Η άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και η εγκατάσταση 25.000 προσφύγων στον χώρο από τον Άγιο Διονύσιο έως το εργοστάσιο Λιπασμάτων αποτέλεσε το σημείο τομής στην οικιστική εξέλιξη του συνοικισμού.

Βιομηχανική ανάπτυξη
Μέχρι το 1880, ο υποτυπώδης ναός του Αγίου Διονυσίου συνιστούσε το όριο της πόλης, όπου βρισκόταν το νεκροταφείο. Μετά το 1880, ο κορεσμός του «συνοικισμού των εργοστασίων» στη Λεύκα και τα Καμίνια και η ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών –με το λιμάνι του Πειραιά να εξελίσσεται σε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου– οδήγησαν στη γεωγραφική μετατόπιση μιας σειράς βιομηχανικών μονάδων προς την παράκτια ζώνη της πόλης. Σταδιακά, έως το 1910, η Ηετιώνεια Ακτή και οι γειτονικοί όρμοι της Δραπετσώνας –Σφαγείων και Φωρών– μεταμορφώθηκαν σε μια νέα παραθαλάσσια βιομηχανική ζώνη που αναπτύχθηκε ταχύτατα, ενώ οι λιμενικές εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν εκ νέου για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Η ίδρυση της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων το 1909 επισφράγισε τον μετασχηματισμό της περιοχής σε επίκεντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης του Πειραιά, λόγω του μεγέθους της, του όγκου της παραγωγής και της εργατικής δύναμης που απασχόλησε. Η επιλογή του χώρου ήταν συνδεδεμένη με τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε: η άμεση πρόσβαση στο λιμάνι πρόσφερε φτηνότερες πρώτες ύλες, λόγω της μείωσης του κόστους μεταφοράς, αλλά και ταχύτητα στη διακίνηση των προϊόντων. 
Το 1880, μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο οικόπεδο το ατμοκίνητο σαπωνοποιείο των αδελφών Ζαβογιάννη, στον χώρο βόρεια του όρμου των Φωρών. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1890 σε γειτονικό ιδιόκτητο οικόπεδο, οι αδελφοί Ζαβογιάννη οικοδόμησαν μια νέα μονάδα πυρηνελαιουργίας. Στον ίδιο χώρο, βόρεια του όρμου των Φωρών, ιδρύθηκε το 1894, το ελαιουργείο-σαπωνοποιείο του Γ. Σαραϊντάρη και το 1897 το ελαιουργείο-σαπωνοποιείο των Σκλαβούνου και Ξένου. Στις αρχές του 20ού αιώνα και άλλες επιχειρήσεις προστέθηκαν στον βιομηχανικό χάρτη της περιοχής· το βυρσοδεψείο Μιχαλινού το 1904, το αγγειοπλαστείο-τσιμεντοποιείο Ζαβογιάννη-Ζαμάνη και Σία (μετέπειτα ΑΓΕΤ) το 1906, ενώ την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε και το Ελληνικό Μηχανοποιείο και Ναυπηγείο Βασιλειάδη Α.Ε. Αντίστοιχη ήταν και η ανάπτυξη της περιοχής γύρω από τον Άγιο Διονύσιο όπου πλάι στα μικρά μηχανουργεία και σιδηρουργεία, είχαν ιδρυθεί μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Σε επαγγελματικό οδηγό του 1901 υπήρχαν 5 καταχωρήσεις για την ευρύτερη περιοχή του Αγίου Διονυσίου: το υαλουργείο του Χ. Δ. Αργυρόπουλου, το μηχανουργείο του Σ. Μαλτάκη, ένας έμπορος ξύλου και δύο οικοδομικών υλικών. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1906, η εικόνα του ίδιου χώρου ήταν πολύ διαφορετική, καθώς λειτουργούσαν 36 καταστήματα, εργαστήρια και μεγαλύτερες μονάδες.
Η ίδρυση του μηχανουργείου Βασιλειάδη το 1861 οριοθέτησε τη μετάβαση στην εποχή της ατμοκίνητης βιομηχανίας, ενώ η μεταφορά του, το 1906, από τον «συνοικισμό των εργοστασίων» που είχε διαμορφωθεί στη Λεύκα στον λιμενοβραχίονα Κράκαρη σηματοδότησε τη γεωγραφική στροφή που συντελέστηκε στη βιομηχανική περιοχή του Πειραιά. Η στροφή των βιομηχανικών μονάδων προς την παράκτια ζώνη, αποτυπώθηκε με τη μεταφορά του Ελληνικού Μηχανοποιείου και Ναυπηγείου Βασιλειάδη Α.Ε. το 1906, και εδραιώθηκε με τη λειτουργία του εργοστασίου της «Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» (Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ.) τρία χρόνια αργότερα.

Οικιστική Ανάπτυξη
Η Δραπετσώνα ως οικισμένος χώρος διαμορφώθηκε σε δύο χρονικές στιγμές· στα τέλη του 19ου αιώνα –απόρροια της εγκατάστασης των εργοστασίων στο παράκτιο μέτωπο– και αμέσως μετά την προσφυγική εισροή του 1922. Τη δεκαετία του 1880 παράλληλα με τη λειτουργία των πρώτων βιομηχανικών μονάδων στην Ηετιώνεια ακτή νέοι οικιστικοί πυρήνες δημιουργήθηκαν δίπλα στις εγκαταστάσεις του λιμανιού και των σιδηροδρομικών γραμμών, βορειοανατολικά της βιομηχανικής ζώνης. Το μέχρι τότε όριο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου ξεπεράστηκε και οι εργατικοί πληθυσμοί των νέων μονάδων δημιούργησαν αυτοσχέδια παραπήγματα καταπατώντας τους ελεύθερους χώρους πλάι στην εργασία τους. 
Τμήμα των εργατών επέλεξαν να εγκατασταθούν κοντά στα εργοστάσια εξασφαλίζοντας εύκολη πρόσβαση χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιούν τις περιορισμένες και ακριβές συγκοινωνίες. Μικροσκοπικές ξύλινες κατασκευές, με πατημένο χώμα για πάτωμα και τενεκέδες για στέγη συνέθεταν τους οικιστικούς θύλακες που δημιουργήθηκαν, απομονωμένοι από τη πόλη του Πειραιά και αόρατοι από τους κατοίκους του. Δεν μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία για την εργατική εγκατάσταση των αρχών του 20ού αιώνα καθώς και για τη καταγωγή των πρώτων κατοίκων της περιοχής. Από την έλλειψη στοιχείων, υποθέτουμε ότι η εγκατάσταση ήταν σταδιακή, ενώ οι κάτοικοι ήταν πιθανότατα εσωτερικοί μετανάστες από την Πελοπόννησο και τα νησιά, που έφτασαν στο Πειραιά αναζητώντας εργασία. 
Η επιλογή της Δραπετσώνας ως τόπου εγκατάστασης των προσφύγων συνδέεται με τη γεωγραφική της θέση, τη λειτουργία της βιομηχανικής ζώνης, αλλά και την ύπαρξη ελεύθερου χώρου για τη δημιουργία των προσφυγικών παραπηγμάτων. Βρισκόταν δίπλα στο λιμάνι όπου αποβιβάζονταν οι πρόσφυγες και στους πρόχειρους καταυλισμούς που είχαν δημιουργηθεί. Στη Δραπετσώνα είχαν ήδη εγκατασταθεί προσφυγικοί πληθυσμοί από το 1914. Ήταν αραιοκατοικημένη, καθιστώντας εφικτή τη δημιουργία νέων παραπηγμάτων, αλλά και ταυτόχρονα «κρυμμένη» λόγω της μορφολογίας του εδάφους, παράγοντας που πιθανότατα λειτουργούσε ενθαρρυντικά στην απόφαση εγκατάστασης. Οι πρόσφυγες-«καταπατητές» δεν ήταν «ορατοί» από τις αρχές ούτε από τους κατοίκους του Πειραιά. 
Είναι προφανές ότι η εγκατάσταση στη Δραπετσώνα αποτέλεσε περισσότερο επιλογή των ίδιων των προσφύγων παρά αποτέλεσμα κρατικής παρέμβασης όπως και οι περισσότερες προσφυγικές εγκαταστάσεις του πρώτου διαστήματος. Οι πρόσφυγες μετακινήθηκαν με δική τους βούληση και πρωτοβουλία –πιθανότατα– στον πιο κοντινό «ελεύθερο» χώρο που γνώριζαν, σε αντίθεση με τις οργανωμένες προσφυγικές μετακινήσεις στις υπόλοιπες περιοχές του Πειραιά και στην Αθήνα που πραγματοποιήθηκαν με κρατική παρέμβαση ή μεσολάβηση άλλων φορέων, όπως η Εκκλησία ή ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. Η Δραπετσώνα μετεξελίχθηκε σε προσφυγικό συνοικισμό χωρίς να προηγηθεί το στάδιο της τοποθέτησης στον ίδιο χώρο ενός προσφυγικού καταυλισμού. Στις περιγραφές των εφημερίδων, οι προσφυγικοί καταυλισμοί του πρώτου διαστήματος εκτείνονταν κατά μήκος του παράκτιου μετώπου και όχι στην ενδοχώρα όπου βρισκόταν η Δραπετσώνα. 
Ο αριθμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Δραπετσώνα και η απουσία της οργανωμένης κρατικής παρέμβασης στον συνοικισμό για δεκαετίες αποτελεί τη διαφορά της με τους υπόλοιπους προσφυγικούς συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν τα επόμενα χρόνια από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Παρά τον μεγάλο αριθμό του πληθυσμού της, παρέμεινε «αποκλεισμένη και γεωγραφικά διαχωρισμένη» από τους σχεδιασμούς της ΕΑΠ και του κράτους. Παράλληλα, διοικητικά και οικονομικά ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον Δήμο Πειραιά, ο οποίος εισέπραττε τα υψηλά δημοτικά τέλη των επιχειρήσεων του παράκτιου μετώπου. Η ύπαρξη των βιομηχανιών υπήρξε καθοριστική όχι μόνο στο θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων, αλλά και στις κρατικές επιλογές που υιοθετήθηκαν για τον συνοικισμό. 

Η συγκρότηση του οικισμού
Η απογραφή του 1928 συνιστά την πιο πλήρη πηγή δημογραφικών δεδομένων της Δραπετσώνας, επιτρέποντας τον υπολογισμό του μεγέθους της προσφυγικής εισροής από τον Σεπτέμβριο του 1922. Η Δραπετσώνα, με βάση την απογραφή του 1928, αποτελούσε το πολυπληθέστερο προσφυγικό συνοικισμό του Πειραιά με 7 συνοικίες ­ τα Βούρλα, τις γειτονιές Καλοκαιρινού και Λιπασμάτων, τις περιοχές του Νεκροταφείου Αναστάσεως, της Πυριτιδαποθήκης και των Σφαγείων, και φυσικά την ίδια τη γειτονιά της Δραπετσώνας και πληθυσμό 36.485 κατοίκους. 


Πίνακας 1. Γειτονιές της Δραπετσώνας, απογραφή 1928


Σύνολο πληθυσμού
Πρόσφυγες ελθόντες μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν
Κάτοικοι πριν τον Σεπτέμβριο 1922
Δημότες
Δημότες άλλων δήμων
Αλλοδαποί
Βούρλα
3.184
2.434
750
2.647
369
168
Δραπετσώνα
17.652
15.572
 2.080
14.999
1.382
1.271
Καλοκαιρινού
6.308
 4.075
 2.233
5.395
733
180
Λιπάσματα
1.519
 437
1.082
1.208
275
36
Νεκροταφείο Αναστάσεως
3.229
2.072
1.157
2.848
329
52
Πυριτιδαποθήκη
3.120
777
 2.343
2.285
688
147
Σφαγεία
1.473
276
1.197
951
243
279
Σύνολο
36.485
25.643
10.842





Από τους 36.485 ανθρώπους που κατοικούσαν στις 7 γειτονιές της Δραπετσώνας, τον Μάιο του 1928, οι 25.643 ήταν πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τον Σεπτέμβριο του 1922. Τα δεδομένα της απογραφής δεν προσφέρουν στοιχεία για τη χρονική περίοδο της εγκατάστασης, η οποία πιθανότατα ήταν διαδοχική ανά προσφυγικά κύματα, ενώ θα αφορούσε και πλήθος προσφυγικών οικογενειών που έφτασαν στη Δραπετσώνα μετά την αρχική τους εγκατάσταση σε κάποια άλλη περιοχή. Η μικρή έκταση της Δραπετσώνας και ο μεγάλος αριθμός των κατοίκων αποτυπώνει τον τρόπο της εγκατάστασης. Χιλιάδες άνθρωποι στοιβάχτηκαν σε μονόχωρα αυτοσχέδια δωμάτια –που αποτέλεσαν τα σπίτια τους για πολλά χρόνια– χωρίς τις στοιχειώδεις παροχές σε φωτισμό, ύδρευση και αποχέτευση. Η πυκνότητα του πληθυσμού είναι ενδεικτική: οι 7 γειτονιές της Δραπετσώνας δεν ξεπερνούσαν τα 2 τ.μ., άρα κατοικούσαν 18.242 άνθρωποι ανά τ. χλμ. Οι αναφορές των εφημερίδων για τη προσφυγική εγκατάσταση στη Δραπετσώνα είναι μεταγενέστερες και οι δημοσιευμένες μαρτυρίες σχεδόν ανύπαρκτες. Τα αποσπασματικά αυτά στοιχεία δεν επιτρέπουν την πλήρη αναπαράσταση των όσων διαδραματίστηκαν, όμως αποτυπώνουν τον μετασχηματισμό του αραιοκατοικημένου χώρο βορειοανατολικά της βιομηχανικής ζώνης, σε μια παραγκούπολη με πληθυσμό 36.485 κατοίκων. 

Καθημερινά προβλήματα
Το στεγαστικό αποτελούσε το ουσιαστικότερο πρόβλημα των κατοίκων της Δραπετσώνας. Δεν περιοριζόταν, όμως, μόνο στις ατομικές συνθήκες κατοικίας κάθε προσφυγικής οικογένειας, αλλά επεκτεινόταν σε μια σειρά από ζητήματα, όπως τα αποχωρητήρια, η αποχέτευση, η ύδρευση και η ηλεκτροδότηση, η διάνοιξη των δρόμων. Παράλληλα, οι κάτοικοι του συνοικισμού αντιμετώπιζαν την απομόνωση από παροχές και υπηρεσίες όπως ήταν η επαρκής δημοτική καθαριότητα, η συγκοινωνία, το ταχυδρομείο, και κυρίως η υγεία και η εκπαίδευση. Η κοινοποίηση των προβλημάτων και η απόπειρα εξασφάλισης κρατικής δέσμευσης για βελτίωση των συνθηκών ζωής ήταν συνεχής, όμως η ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων δεν συνέβη παρά 50 χρόνια μετά την αρχική εγκατάσταση. Η Δραπετσώνα άνηκε διοικητικά στον Δήμο Πειραιά, όπως και οι υπόλοιποι προσφυγικοί συνοικισμοί της ευρύτερης περιοχής (Κερατσίνι, Νέα και Παλαιά Κοκκινιά, Κορυδαλλός), ωστόσο ο δήμος αδυνατούσε να προσφέρει ουσιαστική αρωγή στους προσφυγικούς πληθυσμούς, ιδίως το πρώτο διάστημα, ενώ τα ουσιαστικά έργα υποδομής ανήκαν στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Περιθάλψεως. 
Ο Δήμος Πειραιά είχε δημιουργήσει δημοτικό γραφείο, σε μια προσπάθεια καλύτερου ελέγχου των τοπικών προβλημάτων και εξυπηρέτησης των κατοίκων. Η καθαριότητα, ο φωτισμός και η υδροδότηση του συνοικισμού εντάσσονταν στις αρμοδιότητες του δημοτικού παραρτήματος. Ελάχιστα στοιχεία από τον Τύπο της εποχής και οι αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας εικόνας –έστω αποσπασματικής– για τα παραπάνω ζητήματα. Στον συνοικισμό δρούσαν δύο συνεργεία καθαριότητας, τα οποία δεν επαρκούσαν για την κάλυψη του συνόλου του συνοικισμού. Τόσο το ελλιπές προσωπικό όσο και η δυσκολία πρόσβασης των συνεργείων στο σύνολο των γειτονιών του συνοικισμού, κυρίως στις αποθήκες γύρω από τον Άγιο Διονύση, είχε ως αποτέλεσμα τα σκουπίδια να μένουν και να σχηματίζουν «όγκους, λόφους, εστίας μολυσμάτων».[1] Η εικόνα των βρώμικων δρόμων ερχόταν σε αντίστιξη με την καθαριότητα και την τάξη των μικροσκοπικών παραπηγμάτων που επισημαινόταν στο σύνολο των ανταποκρίσεων από την περιοχή.
Τα παραπήγματα, τόσο τα ελάχιστα κρατικά όσο και τα χιλιάδες αυτοσχέδια δεν διέθεταν τουαλέτα. Το σύνολο των προσφύγων κατοίκων του συνοικισμού εξυπηρετούνταν από τα κοινόχρηστα αποχωρητήρια του συνοικισμού. Έντονα ήταν τα προβλήματα στην υδροδότηση και τον ηλεκτροφωτισμό. Ο Δήμος Πειραιά προχώρησε στη διάνοιξη δύο ή τριών πηγαδιών, ενώ ένα ακόμη δημιουργήθηκε από το Υπουργείο Περιθάλψεως, όμως το νερό ήταν ακατάλληλο προς πόση και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο για οικιακές εργασίες. Οι κάτοικοι αγόραζαν νερό από τον Πόρο, το οποίο έφτανε στον συνοικισμό από πωλητές νερού. Περίπου είκοσι χρόνια μετά την αρχική εγκατάσταση του 1922 δημιουργήθηκαν κοινόχρηστες βρύσες οι οποίες λειτουργούσαν συγκεκριμένες ώρες καθημερινά. 


Οι οικιστικοί προσφυγικοί θύλακες της Δραπετσώνας το μεσοπόλεμο

Βούρλα
Το 1876, στο οικοδομικό τετράγωνο που περιέκλειαν οι οδοί Δογάνης, Ευβοίας (σήμερα Σωκράτους), Ψαρρών και Σφαγείων (σήμερα Εθν. Αντιστάσεως), σε κοντινή απόσταση από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου και το νεκροταφείο, ο Δήμος Πειραιά ανέγειρε το «συνοικισμό των κοινών γυναικών». Το αρχικό σχέδιο οικοδόμησης των πορνείων προέβλεπε τη κατασκευή τριών διαφορετικών κτιρίων, με θεραπευτήριο και φυλάκιο για την αστυνομία και τη στρατιωτική φρουρά, ενώ ψηλός τοίχος θα έκρυβε τα «άσεμνα θεάματα». Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά όχι μόνο καθόριζε τις προϋποθέσεις άσκησης της πορνείας, αλλά οριοθετούσε και τη ζωή των γυναικών αυτών μέσα από τον εγκλεισμό τους στο χώρο των Βούρλων, την απομόνωσή τους, ενώ συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός ολόκληρου επιχειρηματικού κυκλώματος γύρω από τα πορνεία. Η κατασκευή των οίκων ανοχής συντέλεσε ταυτόχρονα στην οικιστική ανάπτυξη και στην οικιστική υποβάθμιση της περιοχής. Πλάι στα πορνεία των Βούρλων και στα κακόφημα καφενεία της συνοικίας αυτής δημιουργήθηκαν εκατοντάδες προσφυγικές παράγκες. 
Το 1914 εντοπίζεται στον Τύπο η πρώτη προσφυγική εγκατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο προσφυγικής εισροής που θα μετασχηματίσει ολοκληρωτικά την εικόνα του οικισμένου χώρου, αλλά και την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής. «Εις τον προλιμένα κατέπλευσεν ατμόπλοιον με 1.400 πρόσφυγας εκ Ραιδεστού, οι οποίοι μεταφέρονται διά φορτηγίδων εις την προ του Αγίου Διονυσίου Ακτή όπου εγκαθίστανται υπό σκηνάς».[2] Οι πρώτοι πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη, πρόσφυγες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρήκαν καταφύγιο στον χώρο ανάμεσα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου και τα Βούρλα. Στην πραγματικότητα, πέρα από το συγκεκριμένο δημοσίευμα δεν εντοπίστηκε κανένα άλλο τεκμήριο που να μαρτυρά προσωρινή παραμονή ή μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή. Η γειτνίαση όμως του χώρου με το λιμάνι, αλλά και με το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου όπου αρχικά αποβιβάζονταν οι προσφυγικοί πληθυσμοί, καθώς και η προϋπάρχουσα αυθαίρετη εργατική εγκατάσταση, συνιστούσαν παράγοντες ενισχυτικούς στην εγκατάσταση των προσφύγων. 
Το 1939 εγκαταστάθηκε στις 4 πολυκατοικίες που χτίστηκαν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου τμήμα των προσφύγων από την Καππαδοκία. Οι πρόσφυγες αυτοί είχαν αρχικά εγκατασταθεί στη δεξιά πλευρά της Κανελλοπούλου μπροστά από τα Βούρλα και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν πλάι στη μάντρα «Μεταξά» στην περιοχή της Ανάστασης. Οι πολυκατοικίες αυτές κατασκευάστηκαν την περίοδο 1935-1938 και αποτελούνταν από 132 διαμερίσματα. Πιο συγκεκριμένα, το 1935-1936 κατασκευάστηκαν οι πρώτες τρεις τριώροφες με 36 διαμερίσματα του ενός δωματίου στις οποίες υπήρχε και ημιϋπόγειο. Η τέταρτη οικοδομήθηκε το 1938 και αποτελούνταν από 24 διαμερίσματα και πλυσταριά στο ημιϋπόγειο. Τα πρώτα χρόνια κατοικούσαν και δύο οικογένειες στα διαμερίσματα του ενός δωματίου. Στις πηγές σώζεται το όνομα του Ο. Πουσκουλού, ως εργολήπτη, ο οποίος κατασκεύασε και το συγκρότημα των πολυκατοικιών στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. 

Δραπετσώνα
Η ομώνυμη συνοικία (της Δραπετσώνας) ήταν η πολυπληθέστερη μετά το 1922, περιλαμβάνοντας στο εσωτερικό της μια σειρά από γειτονιές, όπως την Κρεμμυδαρού, το Καστράκι και τον Άγιο Φανούριο Η Κρεμμυδαρού αποτελούσε τη μεγαλύτερη γειτονιά του συνοικισμού. Η ρυμοτομική πινακίδα του 1931 αποτυπώνει την έλλειψη οποιασδήποτε προσπάθειας σχεδιασμού και την «τρομακτική» πυκνότητα των αυτοσχέδιων παραπηγμάτων, που είχαν πατημένο χώμα για πάτωμα και τενεκέδες για στέγη. Δρόμοι «πραγματικός λαβύρινθος, φρικωδώς βρώμικοι, με λιμνάζοντα νερά παντού», σπίτια που έδιναν «την ψευδαίσθησιν της στέγης». «Δωμάτια 4x4» που στέγαζαν έως και 10 άτομα. Κοινά αποχωρητήρια «σκορπίζοντα εις όλον τον συνοικισμόν αφόρητον δυσοσμίαν». Τα τελευταία «τσαντίρια» μετατράπηκαν σε παράγκες μόλις το καλοκαίρι του 1931.[3] Στο γειτονικό Καστράκι, το 1928, εντός του αρχαιολογικού χώρου –όπου είχε απαγορευτεί η κατασκευή αποχωρητηρίου– κατοικούσαν 700 οικογένειες σε σκηνές για περισσότερα από έξι χρόνια (έως τα τέλη του 1928 τουλάχιστον). Επιπλέον το έδαφος ήταν ανώμαλο και οι καθαριστές του Δήμου δεν το προσέγγιζαν. Ο καταυλισμός «όπισθεν του εργοστασίου Παληού», δίπλα στο Καστράκι, φιλοξενούσε περισσότερες από 150 παράγκες «ανάμεσα στους βράχους, σε επικίνδυνες κατηφόρες σχεδόν κρεμασμένες στον αέρα». «Εκεί όχι οι καθαριστές του Δήμου δεν μπορούν να προσεγγίσουν αλλά και αυτοί οι κάτοικοι μετά το βασίλευμα του ήλιου». [4]

Πυριτιδαποθήκη 
Ο δεύτερος μεγάλος δρόμος του συνοικισμού ήταν η οδός Αναπαύσεως, ασφαλτοστρωμένη ήδη το 1928 –σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ροδά– κατέληγε στο νεκροταφείο και ένωνε τη Δραπετσώνα με την Ευγένεια και το Κερατσίνι. Λίγο πριν το νεκροταφείο, επί της Αναπαύσεως, βρισκόταν η Πυριτιδαποθήκη, μια στρατιωτική εγκατάσταση σε πλήρη λειτουργία με στρατιωτική φρουρά, συρματοπλέγματα και προειδοποιητικές πινακίδες για την επικινδυνότητα της άμεσης ανάφλεξης των εύφλεκτων υλικών που φυλάσσονταν εντός του. Πλάι σχεδόν στο τοίχο της Πυριτιδαποθήκης ξεκινούσαν τα παραπήγματα των προσφύγων, χωρίς να τηρούνται τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας. Σε κοντινή απόσταση βρισκόταν η αυτοσχέδια εκκλησία της Ανάληψης, περιτριγυρισμένη από πόντιους πρόσφυγες που ανέπτυξαν ισχυρούς δεσμούς αλληλοβοήθειας και στήριξης αμέσως μετά την άφιξή τους, δημιουργώντας το Σωματείον Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ποντίων «Αλληλοβοήθεια» στις αρχές του 1923. Ο Νίκος Γρηγοριάδης, γραμματέας της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς το 2009, θεωρεί την ίδρυση του συλλόγου ορόσημο για τη βελτίωση της ζωής των ποντίων προσφύγων και την προσφορά του ανεκτίμητη. «Οι γονείς μας βρέθηκαν σε αυτό το κακοτράχαλο μέρος, άγριο, γεμάτο βράχους, και προσπάθησαν από την πρώτη μέρα να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Αμέσως δημιούργησαν τον σύλλογο και στήσαν και ένα τσαντίρι για εκκλησία. Πριν καν φτιάξουν τα δικά τους σπίτια, έχτισαν την εκκλησία. Ο σύλλογος εκτελούσε στην αρχή και χρέη Δημοτικής Αρχής, εξέδιδε πιστοποιητικά και βοηθούσε όλους τους πρόσφυγες, όχι μόνο τους Πόντιους».[5]

Νεκροταφείο Αναστάσεως 
Η συνοικία του Νεκροταφείου Αναστάσεως ξεκινούσε λίγα μέτρα μετά την Πυριτιδαποθήκη, αποτελούμενη από 500 ξύλινα δωμάτια στα οποία έμεναν περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι. Το νεκροταφείο από το 1926 είχε εξαντλήσει τη χωρητικότητά του, με αποτέλεσμα τη συνεχή επέκτασή του· «Το θέαμα και η κατάστασις των προσφύγων είνε θλιβερά, φρικιαστική και χειροτερεύει η ζωή των κάθε μέρα με την επέκτασι του νεκροταφείου. Μπροστά στα μάτια των η δυστυχία».[6] Οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι στο προσφυγικό σύλλογο Αναστάσεως Πειραιώς και με υπομνήματα ζητούσαν από τους αρμόδιους φορείς τη συντήρηση των παραπηγμάτων τους, αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Παρά τα διαβήματα, τα προβλήματα παρέμεναν στη συνοικία και ο πληθυσμός αυξανόταν. Το 1931, τα παραπήγματα παρέμεναν 500, όμως οι οικογένειες που κατοικούσαν σε αυτά άγγιζαν τις 600. «Επειδή μερικές οικογένειες δεν ήτο δυνατόν να χωρέσουν στα μικρά δωμάτια, τα εχώρισαν εις ισόγεια και υπόγεια. Ούτω μόλις περάσετε τις θύρες των δωματίων τέσσερα-πέντε σκαλοπάτια οδηγούν εις τα υπόγεια. Τα δωμάτια δεν είνε όσον υψηλά, ώστε να διαιρεθούν εις δύο “ορόφους” και διά τούτο έσκαψαν αρκετά βαθύτερα. […] Το υπόγειο χρησιμεύει ως κουζίνα και τραπεζαρία της οικογένειας. Εδώ μαγειρεύουν, εδώ τρώγουν, εδώ τα παιδιά των κατά τας ημέρας των βροχών και του ψύχους περνούν την ημέραν των. Εις το υπόγειον ελάχιστον φως μπαίνει. Το δάπεδον είνε γυμνόν, εις τα περισσότερα δε η υγρασία είνε τόση ώστε διά να μη πατούν στις λάσπες τοποθετούν σανίδες».[7]

Σφαγεία
Περιμετρικά του εργοστασίου της Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ. αλλά και των υπολοίπων βιομηχανικών μονάδων της περιοχής εγκαταστάθηκαν σε πρόχειρα παραπήγματα αλλά και σε πιο μόνιμες κατασκευές πλήθος προσφύγων αλλά και εσωτερικοί μετανάστες μεταπολεμικά. Ο αυτοσχέδιος συνοικισμός των Σφαγείων ήταν ο μικρότερος από τους συνοικισμούς της Δραπετσώνας ενώ αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα πρώτα μεταπολεμικά σε σχέση με τις υπόλοιπες γειτονιές της Δραπετσώνας. αυτοσχέδια παραπήγματα με μικρές αυλές και λίγο φαρδύτερα σοκάκια διαφοροποιούσαν τη γειτονιά αυτή που όμως, ήταν περικυκλωμένη από μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, πυκνούς καπνούς, σκόνη και τη δυσοσμία του βυρσοδεψείου που λειτουργούσε στη περιοχή. Η γειτονιά αυτή αποτέλεσε τον τελευταίο θύλακα των αυτοσχέδιων παραπηγμάτων που γκρεμίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. 

[1] Μιχαήλ Ροδάς, «Ανάμεσα εις την κόλασιν της Δραπετσώνος», Ελεύθερο Βήμα, 30.9.1928, σ. 3. 
[2] Έθνος, 28.8.1914. 
[3] Δ. Σ. Δεβάρης «Δραπετσώνα», Ελεύθερο Βήμα, 26.7.1931, σ. 5. 
[4] Μιχαήλ Ροδάς, «Ανάμεσα εις την κόλασιν της Δραπετσώνος», Ελεύθερο Βήμα, 30.9.1928, σ. 3 
[5] Προφορική συνέντευξη του Νίκου Γρηγοριάδη, 19.2.2009 και 23.2.2009. 
[6] Μιχαήλ Ροδάς, «Ανάμεσα στα Ταμπούρια του Πειραιώς...», Ελεύθερο Βήμα, 2.10.1928, σ. 1-2. 
[7] Δ. Σ. Δεβάρης, «Ανάστασις», Ελεύθερο Βήμα, 3.8.1931, σ. 3-4.